Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΜΑΡΚΟΒΑΛΝΤΟ ….. (ΤΑΞΗ Γ2)
ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Εκείνη την ώρα που καθάριζε το πεζοδρόμιο μπροστά στην αποθήκη, μια
περαστική γυναίκα η κυρία Δάφνη είδε τον κ. Μαρκοβάλντο και σταμάτησε να του
μιλήσει:
•
Τι κάνεις κ. Μαρκοβάλντο; Τον ρωτάει.
•
Καλημέρα κ. Δάφνη, της λέει εκείνος. Εδώ
καθαρίζω το πεζοδρόμιο μπροστά στην αποθήκη για να μπορούμε να περάσουμε.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του ο
κ. Μαρκοβάλντο και ξαφνικά…. γλιστράει από το πολύ χιόνι και πέφτει κάτω
χτυπώντας το πόδι του.
Η κ. Δάφνη τρομαγμένη τον ρωτάει που
χτύπησε και αν είναι κάποιος στην αποθήκη για τον
φωνάξει. Ο κ. Μαρκοβάλντο της
είπε ότι είναι μέσα το αφεντικό του ο κ. Βιλιτζέλμο. Τότε εκείνη έτρεξε και τον
φώναξε:
•
Κύριε Βιλιτζέλμο, ελάτε γρήγορα! Ο κ.
Μαρκοβάλντο έχει χτυπήσει, ελάτε να με βοηθήσετε να τον μεταφέρουμε μέσα στην
αποθήκη.
Αφού τον πήγανε μέσα, τον ρώτησε ο κ. Βιλιτζέλμο:
•
Πού πονάς;
Και αυτός απάντησε ότι του πονάει πολύ το δεξί του πόδι. Χωρίς να
καθυστερεί καθόλου ο κ. Βιλιτζέλμο είπε στην κ. Δάφνη να μείνει λίγο μαζί του,
μήπως χρειαστεί τίποτα ώστε αυτός να πάει να βρει το γιατρό του χωριού.
Ο
γιατρός με πολλές δυσκολίες λόγω του χιονιού, έφτασε στην παγωμένη αποθήκη.
Είδε το πονεμένο πόδι του κ. Μαρκοβάλντο και του είπε ότι ευτυχώς δεν το έσπασε
αλλά θα έπρεπε να το ξεκουράσει λίγο, για να μπορέσει να γίνει καλά. Όμως ο
γιατρός του είπε ότι δεν μπορούσε να μείνει στην αποθήκη, επειδή δεν υπήρχε
θέρμανση αλλά ούτε κρεβάτι για να ξαπλώσει.
Τότε ο γιατρός τους είπε ότι πρέπει να βρούνε μια λύση ώστε να
μεταφερθεί στο σπίτι του.
Ψάξανε και βρήκανε μεγάλα ξύλα και τα ενώσανε έτσι ώστε να μπορούν να
τον μεταφέρουν. Ξεκίνησαν για το σπίτι του, όμως οι συνθήκες δεν ήταν οι
κατάλληλες με τόσο πολύ χιόνι στους δρόμους.
Μετά από αρκετή ώρα φτάσανε στο σπίτι του επιτέλους και το βάλανε να ξαπλώσει.
Ο γιατρός ενημέρωσε τη γυναίκα του, της είπε να μην ανησυχεί και ότι απλά
χρειάζεται λίγη ξεκούραση. Ο κ. Μαρκοβάλντο έμεινε δύο μέρες στο κρεβάτι μέχρι
που ένιωσε καλύτερα.
Έτσι το
επόμενο πρωί, σηκώθηκε και αφού ένιωθε καλύτερα πήρε ένα καλό πρωινό με την
γυναικά του και την ενημέρωσε ότι ήταν πολύ καλά και θα επέστρεφε στην δουλειά
του.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
2η ιστορία
O Μαρκοβάλντο ένιωθε ότι το χιόνι ήταν
φίλος του. Στρώθηκε πρόθυμα στη δουλειά πετώντας μεγάλες φτυαριές χιόνι από το
πεζοδρόμιο στη μέση του δρόμου.
Ο
Μαρκοβάλντο συνέχισε τη δουλειά του μέχρι που καθάρισε όλο το πεζοδρόμιο από το
χιόνι. Η τελευταία μεγάλη φτυαριά έφυγε κατά λάθος και πήγε όλο το χιόνι στο
κεφάλι της κυρίας Δάφνης που περνούσε από εκεί , εκείνη την στιγμή.
Η
κυρία Δάφνη ζαλίστηκε και έπεσε στην στοίβα με το χιόνι που είχε μαζέψει ο
Μαρκοβάλντο. Αμέσως μετά σηκώθηκε τρομαγμένη και χτύπησε στο κεφάλι το
Μαρκοβάλντο με την βαριά τσάντα που κουβαλούσε και έφυγε.
Ο
Μαρκοβάλντο γλίστηρσε από το δυνατό χτύπημα και χτύπησε δυνατά το κεφάλι του
στο καθαρό πεζοδρόμιο.
Ο
κύριος Κώστας ο ηλεκτρολόγος που καθάριζε και αυτός το χιόνι μπροστά από το
μαγαζί του, είδε το Μαρκοβάλντο ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο και πήγε να το
βοηθήσει.
Όταν σηκώθηκε ο Μαρκοβάλντο δεν θυμόταν τίποτα. Ούτε ποιός ήταν αλλά και
ούτε τι είχε γίνει.
Όταν ο κύριος Κώστας κατάλαβε ότι ο Μαρκοβάλντο έχει αμνησία φώναξε
βοήθεια. Η κυρία Ελένη, που εκείνη την ώρα έκανε πατινάζ στο διπλανό δρόμο και
ο κύριος Βιλιτζέλμο, το αφεντικό του, πήγαν να βοηθήσουν.
Ο
Μαρκοβάλντο είχε σηκωθεί και χόρευε στα χιόνια ώσπου ήρθε το ασθενοφόρο για να
τον πάει στο νοσοκομείο.
Μετά από λίγες μέρες ο Μαρκοβάλντο συνήλθε, τα χιόνια έλιωσαν και γύρισε
στην δουλειά του.
ΙΩΑΝΝΑ
3η
ιστορία
Την ώρα που φτυάριζε ο Μαρκοβάλντο πέρασε η κυρία Δάφνη, όμως ο
Μαρκοβάλντο από την απροσεξία του χτύπησε την κύρια Δάφνη. Η κυρία Δάφνη όμως θύμωσε πολύ που την
χτύπησε ο Μαρκοβάλντο,έτσι τον χτύπησε και εκείνη με την τεράστια τσάντα της.
Την επόμενη μέρα ο Μαρκοβάλντο δεν θυμόταν τίποτα. Δηλαδή είχε πάθει
αμνησία.
Όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι του ο Μαρκοβάλντο δεν ήξερε που είναι για
αυτό έφυγε από το σπίτι του.
Πήγε στο κομμωτήριο, που ήταν το κοντινότερο μαγαζί αλλά νόμιζε ότι ήταν
κομμωτής και πήρε την μηχανή του κομμωτή και κούρεψε μια πελάτισσα.
Δίπλα στο κομμωτήριο είχε και μια καφετέρια όπου νόμιζε και εκεί ότι
ήταν σερβιτόρος και μπήκε στην κουζίνα και άρχισε να φτιάχνει καφέδες.
Μετά βγήκ έξω από την καφετέρια και πήγε και ξάπλωσε στο χιόνι. Για καλή
του τύχη πέρασε από εκεί ένας περαστικός ο οποίος κατάλαβε ότι είχε πρόβλημα.
Αμέσως κάλεσε το 166 και ήρθε το ασθενοφόρο και πήρε το Μαρκοβάλντο.
Όταν πήγε στον γιατρό του είπε ότι πως αύριο θα είναι καλά και θα θυμηθεί τα
πάντα.
Την επόμενη μέρα ξύπνησε και τα θυμόταν όλα πραγματικά. Ο Μαρκοβάλντο
πήγε στην δουλειά του , πήρε το φτυάρι του και συνέχισε να πετάει χιονι από το
πεζοδρόμιο, προσπαθώντας και πάλι να το καθαρίσει.
ΦΑΙΗ
4η
ιστορία
O κύριος
Μαρκοβάλντο ήταν πολύ απορροφημένος από τη δουλειά που του έβαλε να κάνει το
αφεντικό του, ο κύριος Βιλιτζέλμο, με αποτέλεσμα να μην είναι πολύ προσεκτικός
και με το φτυάρι του χτύπησε την κυρία Δάφνη που περνούσε από εκεί.
Η
κυρία Δάφνη ζαλίστηκε και λιποθύμησε. Ο κύριος Μαρκοβάλντο τρομαγμένος άρχισε
να φωνάζει βοήθεια. Μια περαστική γυναίκα είδε τι συμβαίνει και κάλεσε αμέσως
ασθενοφόρο.
Ευτυχώς η κυρία Δάφνη ήταν πολύ ευγενική και δέχτηκε την συγγνώμη του
κύριου Μαρκοβάλντο. Τότε της έστειλε ένα καλάθι με σοκολατάκια και λουλούδια
για να την ευχαριστήσει.
Δεν έγινε όμως το ίδιο και με τον κύριο Βιλιτζέλμο. Το αφεντικό του
κύριου Μαρκοβάλντο αφού δεν τον είδε στην δουλειά εξοργίστηκε. Του τηλεφώνησε
λοιπόν και του είπε να πάει γρήγορα στο γραφείο του.
Μόλις πήγε στο γραφείο του τού εξήγησε τι έγινε και σταμάτησε αμέσως να
του φωνάζει και να τον κατσαδιάζει.
Τότε ο κύριος Βιλιτζέλμο του έδωσε ένα μήνα άδεια για διακοπές και του
είπε αν συμβεί ξανά κάτι τέτοιο να τον ειδοποιήσει αμέσως!!! Έτσι ο κύριος
Μαρκοβάλντο έτρεξε κατευθείαν για ξεκούραση!
ΖΩΗ
5η ιστορία
Τα σχολεία ήταν κλειστά και τα παιδιά της γειτονιάς βρήκαν ευκαιρία να
παίξουν στο χιόνι. Είχαν φτιάξει ένα μεγάλο χιονάνθρωπο και χαρούμενα έτρεχαν
γύρω από τον Μαρκοβάλντο παίζοντας χιονοπόλεμο. Εκείνος σταματούσε το
φτυάρισμα, γύριζε το κεφάλι του προς το μέρος τους και τους έλεγε χαμογελαστά:
<< Προσέχετε πως παίζετε, θα χτυπήσετε κανέναν >>.
Κάποια στιγμή μια μεγάλη χιονόμπαλα το χτύπησε με δύναμη κατακούτελα. Η
μύτη και τα μάτια του πάγωσαν και για μια στιγμή ζαλίστηκε. Αυτή τη φορά όμως
δεν γέλασε, πέταξε κάτω το φτυάρι και έτρεξε αγριεμένος προς τα παιδιά
φωνάζοντας: << Θα δείτε τι θα πάθετε αν σας πιάσω.>>.
Εντωμεταξύ ο κύριος Κώστας, ο
ηλεκτρολόγος, εδώ και ώρα διόρθωνε μια βλάβη ανεβασμένος στη σκεπή του διπλανού
σπιτιού. Ξαφνικά ένα μεγάλο κομμάτι χιόνι ξεκόλλησε κάτω από τα πόδια του και
έπεσε πάνω στον Μαρκοβάλντο, που εκείνη την στιγμή περνούσε ακριβώς από κάτω,
καθώς κυνηγούσε τα παιδιά. Το χιόνι της σκεπής τον σκέπασε ολόκληρο.
Για καλή του τύχη εκείνη τη στιγμή περνούσε από εκεί η κυρία Δάφνη. Είχε
δει όλη την σκηνή και έτρεξε να το βοηθήσει. Καθάρισε το χιόνι από πάνω του και
τον χαστούκισε για να συνέλθει. Τότε ο Μαρκοβάλντο άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε
σαστισμένος γύρω του και είπε: <<Τι έγινε; Πού βρίσκομαι;>>
Η
κυρία Δάφνη του εξήγησε τι έγινε, αλλά ο Μαρκοβάλντο δεν έδωσε σημασία.
Σηκώθηκε, τινάχτηκε και άρχισε να περπατάει. Λίγα μέτρα πιο πέρα συνάντησε το
αυστηρό αφεντικό του, τον κύριο Βιλιτζέλμο που του φώναζε να συνεχίσει τη δουλειά
του. Ο Μαρκοβάλντο δεν το γνώρισε, είχε πάθει αμνησία. Συνέχισε να περπατά,
νομίζοντας ότι είναι ο Αη Βασίλης που έχασε το έλκηθρο του.
Περπατούσε στο δρόμο και φώναζε να του δώσουν πίσω τους ταράνδους του.
Οι περαστικοί τον κορόιδευαν και του έδειχναν το δρόμο για το ζωολογικό κήπο.
Όταν έφτασε εκεί και είδε τους ταράνδους στο κλουβί προσπάθησε να τους
ελευθερώσει. Άρχισε τότε να χτυπά ο συναγερμός και αμέσως ήρθε η αστυνομία.
Όταν άκουσε τη δικαιολογία του Μαρκοβάλντο κατάλαβε ότι πραγματικά με το μυαλό
του πίστευε ότι ήταν ο Άγιος Βασίλης που έψαχνε τους ταράνδους του. Αμέσως
κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά, έτσι αντί να τον κλείσουν στη φυλακή, τον
πήγαν στο νοσοκομείο.
Όταν μετά από μερικές μέρες έγινε καλά και γύρισε στην δουλειά του, όλοι
οι φίλοι του γελούσαν για πολύ καιρό με αυτό που του συνέβη.
Γιώργος
Γιώργος
6η
ιστορία
Ο
Μαρκοβάλντο συνέχισε την δουλειά του. Τότε κάποια παιδιά, η Αριάδνη και οι
φίλοι της παίζανε χιονοπόλεμο. Καθώς παίζανε λοιπόν μια τεράστια χιονόμπαλα
έπεσε πάνω στον Μαρκοβάλντο. Τότε ο Μαρκοβάλντο έχασε τις αισθήσεις του και
έπεσε ξερός στο χιόνι.
Νόμιζε ότι ήταν στο εξωτικό νησί Κέλυφο. Εκεί γνώρισε έναν τύπο που τον
έλεγαν Γκούμο. Ο Γκούμο λοιπόν τον ρώτησε το όνομα του και εκείνος απάντησε. Ο
Γκούμο τον ξενάγησε στο νησί και του έδειξε τα όμορφα μέρη του. Αργότερα του
έδειξε το σπίτι του, που ήταν ένας πελώριος πύργος.
Μόλις μπήκαν μέσα στον πύργο, ο Μαρκοβάλντο είδε ότι ήταν γεμάτος με
φίλτρα, επειδή ο Γκούμο ήταν μάγος. Ο Μαρκοβάλντο δεν το πίστευε και ζήτησε να
του το αποδείξει. Τότε ο Γκούμο έκανε ένα μαγικό και η καρέκλα μπροστά του
έγινε αόρατη. Ο Μαρκοβάλντο δεν πίστευε στα μάτια του και του ζήτησε να του
μάθει μαγικά και εκείνος δέχτηκε.
Σιγά σιγά ο Μαρκοβάλντο έμαθε όλα τα μαγικά κόλπα του Γκούμο, έτσι
κατάφερε να κατακτήσει όλο τον κόσμο με τη μαγεία του. Στο νησί όλους τους
ανθρώπους του μετέτρεψε σε βατράχια, εκτός από τον Γκούμο…….
Ξαφνικά το λιπόθυμο Μαρκοβάλντο που ονειρευόταν εδώ και αρκετή ώρα, τον ανακάλυψε μια γυναίκα που την έλεγαν
Δάφνη. Τότε ένας περαστικός ο κύριος Κώστας ρώτησε τι είχε συμβεί, εκείνη του
απάντησε ότι ο Μαρκοβάλντο λιποθύμησε και πρέπει να τον πάνε σε νοσοκομείο.
Μόλις έφτασαν στο νοσοκομείο πήγαν τον Μαρκοβάλντο στο εξεταστήριο και ο
γιατρός είπε ότι έχει σπάσει το χέρι του και χρειάζεται ανάρρωση.
Όταν ο Μαρκοβάλντο έγινε καλά έδωσε ένα γερό μάθημα στα παιδιά. Πέταξε
σε όλες μια χιονόμπαλα και ξεκαρδίστηκε στα γέλια……
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ